γενναιότης

γενναιότης
γενναιότης, ητος, ἡ (s. prec.; Eur., Thu. et al.; 2 Macc 6:31; 4 Macc 17:2; Philo; Jos., Ant. 17, 333; 19, 212; lit. PHamb 138, 6f) the quality associated with one who is γενναῖος, nobility, bravery εἰς τοσοῦτον γενναιότητος ἐλθεῖν reach such a degree of noble courage MPol 2:2; cp. 3.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γενναιότης — the character of a fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότησι — γενναιότης the character of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότησιν — γενναιότης the character of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητα — γενναιότης the character of a fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητας — γενναιότης the character of a fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητι — γενναιότης the character of a fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενναιότητος — γενναιότης the character of a fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • доблесть — ДОБЛЕСТ|Ь (23), И с. 1.Доблесть, стойкость, мужество; благородство: х҃въ же ѹгодьникъ… д҃шевьнѹю доблѥсть ни ѥдиномѹ преклон˫а ѿ печѩльныихъ. (τὸ... γενναῖον) ЖФСт XII, 141 об.; Кыими пѣ(с)ныими добротами ѹкрасимъ пѣваѥма˫а. романа силѹ имѹщаго… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γενναιότητα — η (AM γενναιότης) [γενναίος] μεγαλοφροσύνη, ανδρεία νεοελλ. γενναιοδωρία, απλοχεριά αρχ. 1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια 2. (για τη γη) ευφορία …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԻՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0358 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c գ. ἁνδρεία fortitudo, γενναιότης enerositas որ գրի եւ ԱՐՒՈՒԹԻՒՆ, ԱՐՈՒԹԻՒՆ. (քանզի եւ ըստ յն. է այրութիւն). Քաջասրտութիւն. անվեհեր ոգի. ... *Յաղագս արիութեան եւ զանգիտութեան: Ի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”